Αρχική
Η «τρέλα» ως σπάραγμα σε μια τοξική και βαθύτατα άρρωστη κοινωνία γεμάτη ρατσισμό
Το πνεύμα των καιρών; Φωνές από το (όχι και τόσο) μακρινό παρελθόν; Ή μήπως προειδοποιητικό μήνυμα από το μέλλον; Όποια και αν είναι η ερώτηση, η απάντηση σίγουρα είναι ότι το «Ημερολόγιο Μιας Τρελής» αποτελεί εκείνες τις σκέψεις ενός ταλαίπωρου όντος σε έναν κόσμο με τον οποίον αηδιάζεις, αλλά δεν μπορείς να αγνοήσεις.
Βασισμένη στο ομώνυμο θρυλικό θεατρικό έργο του Νικολάι Γκόγκολ, η παράσταση ως μια σύγχρονη διασκευή τοποθετείται στο σήμερα και δεν περιορίζεται στην επιφανειακή προσέγγιση των πραγμάτων. Αντίθετα, μέσα από τη νέα προοδευτική θεατρική σκέψη επιχειρεί να «ξαναδιαβάσει» τόσο την παράδοση, όσο και την ίδια τη (μετα)νεωτερικότητα αλλιώς.
Για αυτό και η ιστορία διαδραματίζεται αντί για τη Ρωσία του 19ου αιώνα στην Ελλάδα του 2023, μέσα από μια ανατρεπτική αλλά συμπεριληπτική ματιά. Έτσι, στον πρωταγωνιστικό ρόλο δεν επιλέγεται άνδρας, αλλά γυναίκα. Μια γυναίκα που στο πρόσωπό της ενσαρκώνει όλες τις παθογένειες της ελληνικής οικογένειας. Μιας οικογένειας που κυριαρχεί μέσα σε μία σεμνότυφη υποκριτική κοινωνία. Μια κοινωνία που όλο ευαγγελίζεται την αγάπη κι όλο βρωμάει από μίσος.
Η Αυξεντία Παλαιολόγου είναι μια φτωχή γυναίκα γύρω στα 50 από τα «αμαρτωλά» Εξάρχεια, στην οποία αποδόθηκε το ανδρικό φύλο κατά τη γέννησή της, όμως δεν έχει αρκετά χρήματα για φυλομετάβαση και είναι αναγκασμένη να κατοικεί σε ένα ξένο σώμα χωρίς να τη ρωτήσει κανείς και που η ίδια δεν επέλεξε ποτέ.
Νιώθοντας ως παράσιτο και τέρας της ίδιας της ζωής, καθηλωμένη στον πάτο και αναγκασμένη να βλέπει ανήμπορη το ακόμη πιο τέρας ονόματι κοινωνία να τη μαστιγώνει, είτε μέσα από την κακοποιητική συμπεριφορά των γονιών της, είτε μέσα από τη χλεύη των ανωτέρων της στο Υπουργείο που δουλεύει, είτε μέσα από το άγριο bullying των απλών και καθημερινών ‘κυρ-Παντελήδων’ που την περιτριγυρίζουν, η ηρωίδα κάθεται και γράφει.
Αποτυπώνει τις σκέψεις της σε πρώτο ενικό, ξεδιπλώνει την πλοκή μέσα από τα δικά της μάτια, από το ημερολόγιο του παραλόγου της. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με την εσωτερική εστίαση επιτρέπουν στο θεατή να δει την ψυχική της κατάρρευση βήμα προς βήμα, ωστόσο το έργο δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την επιφανειακή παρουσίαση της Αυξεντίας ως άλλης μιας ‘ανώμαλης τρελής’. Ο λόγος της δεν περιορίζεται στα στενά όρια του παραληρήματος, της μεγαλομανίας ή του φρενοκομείου, όπου και καταλήγει.
Στην περίπτωση της Αυξεντίας, το ανέφικτο όχι μόνο της αγάπης, αλλά της ύπαρξης γενικά την οδηγεί στην τρέλα που είμαστε αναγκασμένοι να την προσλαμβάνουμε με εναλλακτικούς όρους. Η τρέλα ως ποινή και τιμωρία. Η τρέλα ως απελπισία. Η τρέλα ως σπάραγμα.
Η τρέλα ξαναγεννιέται στο «Ημερολόγιο», επαναπροσδιορίζεται και μετατρέπεται από ένα είδους σύμβολο σε ένα άλλο. Όπως ακριβώς οι κινηματογραφικοί «Τζόκερ» και «Ταξιτζής», έτσι και εδώ η «Τρελή» μεταμορφώνεται πρώτα από όλα στην Αυξεντία Παλαιολόγου, στο άτομο που ήταν δηλαδή πριν γίνει σύμβολο.
Πριν την «Τρελή» υπήρξε η Αυξεντία. Η Αυξεντία που μια ζωή κάνει και κάτι άλλο εκτός από το να πονά, να υποφέρει, να κακοποιείται, να αδικείται, να καταπατείται, να ματαιώνεται, να ισοπεδώνεται: αγαπά. Τολμά και ερωτεύεται την κόρη του Υπουργού, η οποία όμως ανήκει σε έναν άλλον κόσμο.
Διότι ναι, η πρωταγωνίστρια βρίσκεται διαρκώς να ακροβατεί ανάμεσα σε δύο κόσμους. Από τη μία ο κόσμος ο δικός της, ο κόσμος των ανώμαλων, ο κόσμος της βαρβαρότητας, ο κόσμος του νόμου της ζούγκλας, ο κόσμος της ρεαλιστικής απεικόνισης μιας σάπιας και σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας των στενών και των μεγαλουπόλεων. Από την άλλη ο κόσμος των άλλων, ο κόσμος των φυσιολογικών, ο κόσμος των κακομαθημένων πλουσιόπαιδων, ο κόσμος των δήθεν ψεύτικων και πλαστικών προτύπων, ο κόσμος των εφέ και του ‘φαίνεσθαι’, ο κόσμος της απόδρασης από την αλήθεια που λιθοβολεί και κατακρεουργεί όποι@ τολμά να μη συμφωνεί και να μην είναι σαν αυτόν.
Έτσι, η Αυξεντία σπαρταρά από μοναξιά, ταπείνωση, σεξουαλική αποστείρωση και θυμό που σιγοβράζει. Για αυτό και απεχθάνεται τους προνομιούχους, οι οποίοι έχουν τα πάντα χωρίς να προσπαθούν. Εκείνους για τους οποίους η ευτυχία είναι εύκολη υπόθεση. Αντιλαμβάνεται ότι δεν πρόκειται να γίνει ποτέ λειτουργική, εξάλλου οι διαδοχικές αναποδιές φροντίζουν να της το υπενθυμίζουν.
Αλήθεια, τι ξεχωριστό έχει μια queer για να αναγνωριστεί σε μια κοινωνία που αφενός αναγνωρίζει μόνο τους ξεχωριστούς, αφετέρου πετάει στην άκρη καθέναν που θεωρεί διαφορετικό και πλέμπες; Πλέμπες που τις απαγορεύουν να ερωτευτούν, που τις δείχνουν με το δάχτυλο αν φιλιούνται σε παγκάκι ή αν απλά κρατάν το χέρι του ανθρώπου που αγαπάν;
Και αλήθεια, τι γίνεται αν οι πλέμπες που η κοινωνία γέννησε πάνε την πλέμπα τους ένα επίπεδο παρακάτω; Τι γίνεται αν συνδυάσεις μια γυναίκα πνευματικά διαταραγμένη με έναν κόσμο που την εγκαταλείπει και της φέρεται σαν σκουπίδι, κόβοντάς της κάθε δικαίωμα για αξιοπρέπεια;
Από εκεί που οι ΛΟΑΤΚΙ χαρακτήρες εμφανίζονταν μέχρι πρότινος στις ελληνικές θεατρικές, τηλεοπτικές και κάθε είδους καλλιτεχνικές παραγωγές ως καρικατούρες ή αντικείμενα χλευασμού και κακοποιητικών συμπεριφορών, το έργο αυτό έρχεται να παρουσιάσει τη διαφορετικότητα σε πρώτο ρόλο, όχι ως σημαία που πρέπει να κυματίζει επιδεικτικά, αλλά ως κάτι το οποίο ο συντηρητικός ορθολογισμός της εποχής αρνείται να συζητήσει , να αποδεχθεί και να παύσει να θεωρεί πληγή.
Διότι ο κόσμος είναι πολύ πιο όμορφος όταν αποδεχόμαστε τον εαυτό μας αλλά και τους γύρω μας για αυτό που είναι πραγματικά.
Στέφανος Νικολαΐδης